- ἡμισάκις
- ἡμισάκιςhalf a timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημισάκις — ἡμισάκις (Α) επίρρ. κατά το ήμισυ, μισή φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + κατάλ. άκις (πρβλ. οσ άκις, πολλ άκις)] … Dictionary of Greek